εκχύλισμα — το, ατος 1. αυτό που βγαίνει από την εκχύλιση (βλ. λ.). 2. βιομηχανικό προϊόν που προέρχεται από συμπύκνωση ως έναν ορισμένο βαθμό ενός διαλύματος που παράγεται από την εκχύλιση ζωικής ή φυτικής ουσίας. 3. (φαρμ.), σύνθετο φάρμακο, που γίνεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραβικό κόμμι — Εκχύλισμα που προέρχεται από ένα είδος ακακίας του Σουδάν. Λέγεται και αραβίνη. Το α.κ. είναι μείγμα που περιέχει άλατα του ασβεστίου, του μαγνησίου και του καλίου, αραβικό οξύ και τις πεντοζάνες αραβάνη και γαλακτάνη. Το α.κ., που ήταν γνωστό… … Dictionary of Greek
γλυκόριζα — (glycyrrhiza).Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των μεσογειακών περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Χαρακτηρίζονται από ρίζες που πηγαίνουν σε μεγάλο βάθος και αδενώδη φύλλα. Τα… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
αθάσι — και θάσιο και θιάσο, το 1. είδος αφράτων αμυγδάλων 2. νωπό αμύγδαλο 3. εκχύλισμα αμυγδάλων, αθασόγαλο, σουμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεματικό + θάσιον, τo < θάσιος «τής νήσου Θάσου» < Θάσος. ΠΑΡ. αθασία, αθασούδι, αθασωτός. ΣΥΝΘ. αθασόγαλο,… … Dictionary of Greek
αθασόγαλο — το εκχύλισμα, γαλάκτωμα αμυγδάλων, σουμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθάσι + γάλα] … Dictionary of Greek
αλγινάση — η (Βιοχημ.) ένζυμο που περιέχεται στον εντερικό σωλήνα μερικών φυτοφάγων μαλακίων και που υδρολύει την αλγίνη*. Απομονώθηκε από υδατικό εκχύλισμα τού εντέρου τού γαστερόποδου Αλιώτις … Dictionary of Greek
αμυγδαλάδα — και μυγδαλάδα, η [αμύγδαλο] ποτό από εκχύλισμα αμυγδάλων, αθασόγαλο, σουμάδα … Dictionary of Greek
απόβρασμα — το (AM ἀπόβρασμα) με μειωτική σημασία) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, κάθαρμα αρχ. μσν. αφέψημα, εκχύλισμα … Dictionary of Greek
απόσταγμα — το (Μ ἀπόσταγμα) νεοελλ. υγρό που προήλθε από απόσταξη διαφόρων υλών μσν. αφέψημα, εκχύλισμα … Dictionary of Greek